- λαγαριστός
- -ή, -ό (Μ λαγαριστός, -ή, -όν) [λαγαρίζω]καθαρισμένος, λαμπικαρισμένος, απαλλαγμένος από ξένες ουσίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυριολαγάριστον — μυριολαγάριστον, τὸ (Μ) πολύ μεγάλη καθαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού αμάρτυρου επιθ. *μυριολαγάριστος (< μυρι(ο) * + λαγαριστός < λαγαρίζω)] … Dictionary of Greek